- ἐπιστρατευσάσαις
- ἐπιστρατευσά̱σαις , ἐπιστρατεύωmarchaor part act fem dat pl (attic epic ionic)ἐπιστρατευσά̱σαις , ἐπιστρατεύωmarchaor part act fem dat pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.